wiosna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wiosna (pl) θηλυκό
- η άνοιξη:
- μία από τις τέσσερις εποχές της εύκρατης ζώνης
- (μεταφορικά) τα χρόνια, η ηλικία ενός ατόμου