wiosna
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wiosna (pl) θηλυκό
- η άνοιξη:
- μία από τις τέσσερις εποχές της εύκρατης ζώνης
- (μεταφορικά) τα χρόνια, η ηλικία ενός ατόμου
wiosna (pl) θηλυκό