witch
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
witch
<
μέση αγγλική
wiggle
(«μαγεία»)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
witch
(en)
η
μάγισσα
, μια γυναίκα που ασκεί τη
μαγεία
≈
συνώνυμα
:
sorceress
,
wizardess
(
μειωτικό
) πολύ άσχημη γυναίκα
(
αρχαϊκό
)
μάγος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
bewitch
cold as a witch's tit
man-witch
nonwitch
witch ball
witchcraft
witch doctor
witches' brew
witches' knickers
witches' Sabbath
witchfinder
witch grass
witch hazel
witch-hunt
witching hour
witchy
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μειωτικές σημασίες όρων (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Ænglisc
Azərbaycanca
বাংলা
Bosanski
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Gaeilge
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
Simple English
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
Українська
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
中文