witch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
witch | witches |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- witch < μέση αγγλική wiggle («μαγεία»)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]witch (en)
ενικός | πληθυντικός |
witch | witches |
witch (en)