witch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- witch < μέση αγγλική wiggle («μαγεία»)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
witch (en)