Μετάβαση στο περιεχόμενο

witch

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
witch witches

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
witch < μέση αγγλική wiggle («μαγεία»)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

witch (en)

  1. η μάγισσα, μια γυναίκα που ασκεί τη μαγεία
      the witches of the fairy tale - οι μάγισσες του παραμυθιού
     συνώνυμα: sorceress, wizardess
  2. (μειωτικό) πολύ άσχημη γυναίκα
  3. (αρχαϊκό) μάγος
Συγγενικά
[επεξεργασία]