xyloglossie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- xyloglossie < αρχαία ελληνική ξύλον και γλῶσσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡzi.lo.ɡlɔ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
xyloglossie | xyloglossies |
xyloglossie (fr) θηλυκό