xylophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- xylophage < αρχαία ελληνική ξυλοφάγος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
xylophage | xylophages |
xylophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό