Μετάβαση στο περιεχόμενο

xylophage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
xylophage < αρχαία ελληνική ξυλοφάγος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡzilofaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
xylophage xylophages

xylophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό