ξυλοφάγος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυλοφάγος < ελληνιστική κοινή ξυλοφάγος ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική xylophaga)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksi.loˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λο‐φά‐γος
Επίθετο
[επεξεργασία]ξυλοφάγος, -α / -ος, -ο
- (εντομολογία) για έντομα ή άλλους οργανισμούς που τρώνε ξύλο
- (κατ’ επέκταση) η ράσπα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)