ράσπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράσπα | οι | ράσπες |
γενική | της | ράσπας | των | ρασπών |
αιτιατική | τη | ράσπα | τις | ράσπες |
κλητική | ράσπα | ράσπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ράσπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική raspa < φραγκική *hraspōn <πρωτογερμανική *hraspōną < *hrespaną (σχίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (στρέφω, κάμπτω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ράσπα θηλυκό
- χοντρή λίμα για ξύλα με μεγάλα και χοντρά δόντια
- (κατ’ επέκταση) κάθε πολύ μεγάλη λίμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)