Μετάβαση στο περιεχόμενο

yakmak

Από Βικιλεξικό

yakmak (tr)

  1. καίω, καταστρέφω με τη φωτιά.
    düşmanlar köyümüzü yaktı(lar)
    οι εχθροί έκαψαν το χωριό μας

Συγγενικά

[επεξεργασία]