zorgo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
zorgo < zorg- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zorgo zorgoj
αιτιατική zorgon zorgojn

zorgo (eo)

li esprimas sian zorgon ke... - εκφράζει την ανησυχία του ότι...