μαγειρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αφαιρούμε το "βγάλτε τα βελάκια" στις μεταφράσεις
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
=={{-el-}}==


==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} < {{αρχ}} [[μάγειρος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ}} < {{αρχ}} [[μάγειρος]]
{{-ρημ-|el}}
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# [[παρασκευάζω]] [[φαγητό]] συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
# [[παρασκευάζω]] [[φαγητό]] συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
#: ''μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει '''μαγειρέψει''' λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του
#: ''μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει '''μαγειρέψει''' λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του


===={{συγγενικά}}====
{{-συγγ-}}
* [[μαγειρευτός]]
* [[μαγειρευτός]]


===={{μεταφράσεις}}====
{{-μτφ-}}
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|cook}} (1)
* {{en}} : {{τ|en|cook}} (1)

Αναθεώρηση της 22:12, 13 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος

Ρήμα

μαγειρεύω

  1. παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
  2. (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
    τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
  3. (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω
    μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μαγειρευω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μαγειρεύω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μαγειρευω».