μερισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη pl |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 79: | Γραμμή 79: | ||
{{κλείδα ταξινόμησης|μερισμοσ}} |
{{κλείδα ταξινόμησης|μερισμοσ}} |
||
[[mg:μερισμός]] |
|||
[[pl:μερισμός]] |
[[pl:μερισμός]] |
Αναθεώρηση της 17:30, 24 Νοεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μερισμός < αρχαία ελληνική μερισμός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μερισμός αρσενικό
- η διαίρεση, ο χωρισμός μιας ποσότητας σε περισσότερα του ενός μέρη συνήθως με βάση κάποια αναλογία
- θεματική ενότητα της πρακτικής αριθμητικής που ασχολείται με το μοίρασμα διάφορων ποσοτήτων, κυρίως οικονομικών, σε μέρη ανάλογα κάποιων δοθέντων αριθμών
Συνώνυμα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μερισμοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μερισμόσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'μερισμός'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μερισμοσ».