φτιάχνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: en:φτιάχνω
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 85: Γραμμή 85:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|φτιαχνω}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:φτιάχνω]]
[[en:φτιάχνω]]

Αναθεώρηση της 22:28, 24 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φτιάχνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω < φθειάνω < εὐθειάζω < εὐθύς

Ρήμα

φτιάχνω

  1. κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
    τι να φτιάξω σήμερα για φαΐ;
    όταν είμαστε μικροί φτιάχναμε ξύλινα σπαθιά
  2. (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
    ακόμα δεν έφτιαξες την πόρτα να μην χτυπάει;

Εκφράσεις

  • τα φτιάχνω (με κάποιον):
  • τι φτιάχνεις: (οικείο) τι κάνεις; πώς είσαι;
  • φτιάχνω κάποιον:
    • φέρνω κάποιον σε κατάσταση ευθυμίας ή ευφορίας (και ειρωνικά)
    • (ειρωνικά) φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκνευρισμού
    • προκαλώ ερωτικά, διεγείρω ερωτικά κάποιον

Ταυτόσημο

Παράγωγα


Μεταφράσεις