νορβηγικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 161: | Γραμμή 161: | ||
[[it:νορβηγικά]] |
[[it:νορβηγικά]] |
||
[[li:νορβηγικά]] |
[[li:νορβηγικά]] |
||
[[mg:νορβηγικά]] |
|||
[[nl:νορβηγικά]] |
[[nl:νορβηγικά]] |
||
[[no:νορβηγικά]] |
[[no:νορβηγικά]] |
Αναθεώρηση της 13:14, 22 Νοεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Από το επίθετο νορβηγικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου.
Ουσιαστικό
νορβηγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- Η νορβηγική γλώσσα, η γλώσσα που μιλιέται στη Νορβηγία. Έχει δύο επίσημες διαλέκτους (δείτε: νεονορβηγικά).
Συγγενικά
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Ετυμολογία
νορβηγικά < νορβηγικός
Επίρρημα
νορβηγικά
- χρησιμοποιώντας τη νορβηγική γλώσσα
Μεταφράσεις
νορβηγικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νορβηγικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νορβηγικό