dependence: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη hy
μ Ρομπότ: Προσθήκη: hu, hy, io, it, ja, kn, ko, mg, ml, pl, ro, sv, ta, tr, vi, zh
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
[[mg:dependence]]
[[mg:dependence]]
[[ml:dependence]]
[[ml:dependence]]
[[or:dependence]]
[[pl:dependence]]
[[pl:dependence]]
[[ro:dependence]]
[[ro:dependence]]

Αναθεώρηση της 01:25, 22 Μαΐου 2014

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dependence (en)

  1. εξάρτηση (η κατάσταση κατά την οποία είσαι εξαρτημένος από κάποιον ή κάτι για την ικανοποίηση των αναγκών σου)
  2. εξάρτηση από μια ουσία
    βλέπε και addiction

Αντώνυμα

Συγγενικά