addiction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
addiction (en)
- drug addiction — εθισμός/εξάρτηση σε ναρκωτικές ουσίες
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.dik.sjɔ̃/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
< αγγλικό addiction (en) < λατινικό addictus (la), που επιδίδεται σε κάτι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
addiction (fr) θηλυκό
- addiction au tabac — εθισμός στον καπνό (στο τσιγάρο)