Μετάβαση στο περιεχόμενο

addict

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈædɪkt/ (για το ουσιαστικό)
ΔΦΑ : /əˈdɪkt/ (για το ρήμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
addict addicts

addict (en)

  1. ο εθισμένος, ο εξαρτημένος, που έχει εθιστεί σε κάποια ουσία
      The addict needs help.
    Ο εθισμένος χρειάζεται βοήθεια.
      The center provides treatment to young drug addicts.
    Το κέντρο παρέχει θεραπεία σε νέους εξαρτημένους από ναρκωτικά.
  2. ο εθισμένος, ο εξαρτημένος, που είναι τρελός οπαδός ή που ασχολείται υπερβολική ώρα με κάτι
      All my friends are video games addicts but I don't play so much
    Όλοι οι φίλοι μου είναι εθισμένοι/εξαρτημένοι από τα βιντεοπαιχνίδια αλλά εγώ δεν παίζω τόσο πολύ.

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας addict
γ΄ ενικό ενεστώτα addicts
αόριστος addicted
παθητική μετοχή addicted
ενεργητική μετοχή addicting

addict (en)

  • εθίζω
      I have addicted my body to the use of toxic substances.
    Έχω εθίσει τον οργανισμό μου στη χρήση τοξικών ουσιών.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

addict (fr)