addict
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
addict | addicts |
addict (en)
- που είναι εθισμένος σε κάποια ουσία
- εξαρτημένος, που είναι τρελός οπαδός ή που ασχολείται υπερβολική ώρα με κάτι
- ↪ All my friends are video games addicts but I don't play so much
- Όλοι οι φίλοι μου είναι εξαρτημένοι από τα βιντεοπαιχνίδια αλλά εγώ δεν παίζω τόσο πολύ.
- ↪ All my friends are video games addicts but I don't play so much
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
addict (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
addict (fr)