addict
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
addict | addicts |
addict (en)
- ο εθισμένος, ο εξαρτημένος, που έχει εθιστεί σε κάποια ουσία
The addict needs help.
- Ο εθισμένος χρειάζεται βοήθεια.
The center provides treatment to young drug addicts.
- Το κέντρο παρέχει θεραπεία σε νέους εξαρτημένους από ναρκωτικά.
- ο εθισμένος, ο εξαρτημένος, που είναι τρελός οπαδός ή που ασχολείται υπερβολική ώρα με κάτι
All my friends are video games addicts but I don't play so much
- Όλοι οι φίλοι μου είναι εθισμένοι/εξαρτημένοι από τα βιντεοπαιχνίδια αλλά εγώ δεν παίζω τόσο πολύ.
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | addict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | addicts |
αόριστος | addicted |
παθητική μετοχή | addicted |
ενεργητική μετοχή | addicting |
addict (en)
- εθίζω
I have addicted my body to the use of toxic substances.
- Έχω εθίσει τον οργανισμό μου στη χρήση τοξικών ουσιών.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]addict (fr)