ασβέστης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
[[mg:ασβέστης]] |
[[mg:ασβέστης]] |
||
[[ru:ασβέστης]] |
Αναθεώρηση της 15:10, 11 Μαρτίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασβέστης < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἄσβεστος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ασβέστης αρσενικό και λόγιο άσβεστος
- υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων)