έξαψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθηκη 10 γλωσσων
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# {{αίσθημα θερμότητας και κοκκίνισμα του προσώπου που οφείλεται σε ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος,
# {{λείπει ο ορισμός}}
ισχυρή συναισθηματική διέγερση (έξαψη εκνευρισμού / θυμού / χαράς)}}





Αναθεώρηση της 13:50, 19 Ιανουαρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έξαψη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

έξαψη θηλυκό

  1. {{αίσθημα θερμότητας και κοκκίνισμα του προσώπου που οφείλεται σε ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος,

ισχυρή συναισθηματική διέγερση (έξαψη εκνευρισμού / θυμού / χαράς)}}


Μεταφράσεις