ἀπόβασις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀπόβασις θηλυκό
- αποβίβαση
- ἐν ἀποβάσει τῆς γῆς (όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά)
- πολεμική απόβαση
- ἀπὸ τῶν νεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα ἀποβάσεις ποιησάμενοι
- πρόσβαση, αποβάθρα
- οὐκ ἔχειἀπόβασιν (δεν είχε σημείο να πιάσουν τα καράβια και να αποβιβαστούν οι άνδρες)
- σκάλα ((ελληνιστική κοινή) έννοια)
- διέξοδος, διαφυγή ((ελληνιστική κοινή) έννοια)
- έκβαση, αποτέλεσμα ((ελληνιστική κοινή) έννοια)