ἐγγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐγγίζω < ἐγγύς + -ίζω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἐγγίζω, ἀγγίζω, 'γγίζω νέα ελληνικά: εγγίζω, αγγίζω, 'γγίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐγγίζω

  1. εγγίζω, προσεγγίζω, φέρνω κοντά
  2. έρχομαι κοντά

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]