αλλοπαθητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλοπαθητικά < αλλοπαθητικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλλοπαθητικά
- με τον τρόπο της αλλοπαθητικής ιατρικής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αλλοπαθητική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλοπαθητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αλλοπαθητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλλοπαθητικός