ανάβομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ανάβομαι, π.αόρ.: ανάφτηκα, μτχ.π.π.: αναμμένος, (ενεργ.: ανάβω)
- παθητική φωνή του ρήματος ανάβω → δείτε και την κλίση
- ※ Μην αμελήσετε να τις δοκιμάσετε, διότι εκεί η απόδοση συνήθως πέφτει πολύ. Επίσης πρέπει τη στιγμή της παραλαβής να ανάβεται η οθόνη και να ελέγχεται. (* εφημερίδα Το Βήμα)