αναμηρυκάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμηρυκάζω < ανα- + μηρυκάζω (πρβ. (ελληνιστική κοινήἀναμηρυκάομαι / ἀναμηρυκῶμαι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.mi.ɾiˈka.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐μη‐ρυ‐κά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναμηρυκάζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Σημείωση: Στην παθητική φωνή είναι εύχρηστο μόνο το γ΄πρόσωπο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]