αντανακλαστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντανακλαστικό ουδέτερο (& ανακλαστικό)

  1. η αυθόρμητη φυσική αντίδραση σε κάποιο ερέθισμα ή εκείνη που έχει αυτοματοποιηθεί από συνήθεια
    • Τα νεογνικά αντανακλαστικά ελέγχονται σε όλα τα νεογέννητα ώστε να διαπιστωθεί τυχόν νευρολογική βλάβη
    • Ο ενήλικας έχει περίπου 40 αντανακλαστικά
    • Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά (η κλασική εξάρτηση) είναι αυτοματοποιημένες αντιδράσεις που σχηματίζονται σταδιακά από συνήθεια και δεν γεννιόμαστε με αυτά
  2. (μεταφορικά) η λογικά αναμενόμενη αυθόρμητη αντίδραση ενός ατόμου σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα
    • Όταν τα κοινωνικά αντανακλαστικά δέχονται συνεχώς ισχυρά αντικρουόμενα ερεθίσματα από τους πολιτικούς, τότε εξασθενούν
    • Γιατί δεν αντέδρασες όταν σου μίλησε άσχημα; Εχασες μου φαίνεται πια τα αντανακλαστικά σου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αντανακλαστικό