απρόοπτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απρόοπτο ουδέτερο (πληθυντικός απρόοπτα)
- (ουσιαστικοποιημένο επίθετο) αυτό που δεν μπορείς να προβλέψεις, το απρόσμενο, το αναπάντεχο, συνήθως για εμπόδιο
- Δεν μπορείς να τα υπολογίσεις όλα. Μπορεί να συναντήσεις πολλά απρόοπτα.
- Θα συναντηθούμε, εκτός απροόπτου.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εξ απροόπτου (απρόοπτα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απρόοπτο