απόκειται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόκειται < απόκειμαι < αρχαία ελληνική ἀπόκειμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.ci.te/
Ρήμα[επεξεργασία]
απόκειται (αποθετικό ρήμα), (απρόσωπο, μόνο στον ενεστώτα)
- εξαρτάται από την απόφαση κάποιου, είναι στην κρίση κάποιου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόκειται