αργολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αργολογώ < μεσαιωνική ελληνική ἀργολογῶ < αρχαία ελληνική ἀργός + λέγω αργο-
Ρήμα[επεξεργασία]
αργολογώ
- αερολογώ, φλυαρώ
- αφαιρώ από το αμπέλι τους αργούς, τους άχρηστους βλαστούς, τις παραφυάδες
- ≈ συνώνυμα: βλαστοκοπώ, κορφολογώ
- Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η σταχομαζώχτρα)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αργολογώ | αργολογούσα | θα αργολογώ | να αργολογώ | αργολογώντας | |
β' ενικ. | αργολογείς | αργολογούσες | θα αργολογείς | να αργολογείς | (αργολόγει) | |
γ' ενικ. | αργολογεί | αργολογούσε | θα αργολογεί | να αργολογεί | ||
α' πληθ. | αργολογούμε | αργολογούσαμε | θα αργολογούμε | να αργολογούμε | ||
β' πληθ. | αργολογείτε | αργολογούσατε | θα αργολογείτε | να αργολογείτε | αργολογείτε | |
γ' πληθ. | αργολογούν(ε) | αργολογούσαν(ε) | θα αργολογούν(ε) | να αργολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αργολόγησα | θα αργολογήσω | να αργολογήσω | αργολογήσει | ||
β' ενικ. | αργολόγησες | θα αργολογήσεις | να αργολογήσεις | αργολόγησε | ||
γ' ενικ. | αργολόγησε | θα αργολογήσει | να αργολογήσει | |||
α' πληθ. | αργολογήσαμε | θα αργολογήσουμε | να αργολογήσουμε | |||
β' πληθ. | αργολογήσατε | θα αργολογήσετε | να αργολογήσετε | αργολογήστε | ||
γ' πληθ. | αργολόγησαν αργολογήσαν(ε) |
θα αργολογήσουν(ε) | να αργολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αργολογήσει | είχα αργολογήσει | θα έχω αργολογήσει | να έχω αργολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αργολογήσει | είχες αργολογήσει | θα έχεις αργολογήσει | να έχεις αργολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αργολογήσει | είχε αργολογήσει | θα έχει αργολογήσει | να έχει αργολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αργολογήσει | είχαμε αργολογήσει | θα έχουμε αργολογήσει | να έχουμε αργολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αργολογήσει | είχατε αργολογήσει | θα έχετε αργολογήσει | να έχετε αργολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αργολογήσει | είχαν αργολογήσει | θα έχουν αργολογήσει | να έχουν αργολογήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αργολογώ
|