αργολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀργολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αργολογώ < μεσαιωνική ελληνική ἀργολογῶ < αρχαία ελληνική ἀργός + λέγω αργο-

Ρήμα[επεξεργασία]

αργολογώ

  1. αερολογώ, φλυαρώ
  2. αφαιρώ από το αμπέλι τους αργούς, τους άχρηστους βλαστούς, τις παραφυάδες
     συνώνυμα: βλαστοκοπώ, κορφολογώ
    Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η σταχομαζώχτρα)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]