αυτοθυσιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοθυσιάζομαι < αυτο- + θυσιάζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοθυσιάζομαι

  1. (κυριολεκτικά) θυσιάζομαι εκούσια
  2. (μεταφορικά) θυσιάζω εκούσια τα προσωπικά μου συμφέροντα ή επιδιώξεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]