αφιππεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιππεύω < αρχαία ελληνική ἀφιππεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
αφιππεύω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφιππεύω | αφίππευα | θα αφιππεύω | να αφιππεύω | αφιππεύοντας | |
β' ενικ. | αφιππεύεις | αφίππευες | θα αφιππεύεις | να αφιππεύεις | αφίππευε | |
γ' ενικ. | αφιππεύει | αφίππευε | θα αφιππεύει | να αφιππεύει | ||
α' πληθ. | αφιππεύουμε | αφιππεύαμε | θα αφιππεύουμε | να αφιππεύουμε | ||
β' πληθ. | αφιππεύετε | αφιππεύατε | θα αφιππεύετε | να αφιππεύετε | αφιππεύετε | |
γ' πληθ. | αφιππεύουν(ε) | αφίππευαν αφιππεύαν(ε) |
θα αφιππεύουν(ε) | να αφιππεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφίππευσα | θα αφιππεύσω | να αφιππεύσω | αφιππεύσει | ||
β' ενικ. | αφίππευσες | θα αφιππεύσεις | να αφιππεύσεις | αφίππευσε | ||
γ' ενικ. | αφίππευσε | θα αφιππεύσει | να αφιππεύσει | |||
α' πληθ. | αφιππεύσαμε | θα αφιππεύσουμε | να αφιππεύσουμε | |||
β' πληθ. | αφιππεύσατε | θα αφιππεύσετε | να αφιππεύσετε | αφιππεύστε | ||
γ' πληθ. | αφίππευσαν αφιππεύσαν(ε) |
θα αφιππεύσουν(ε) | να αφιππεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφιππεύσει | είχα αφιππεύσει | θα έχω αφιππεύσει | να έχω αφιππεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφιππεύσει | είχες αφιππεύσει | θα έχεις αφιππεύσει | να έχεις αφιππεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφιππεύσει | είχε αφιππεύσει | θα έχει αφιππεύσει | να έχει αφιππεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφιππεύσει | είχαμε αφιππεύσει | θα έχουμε αφιππεύσει | να έχουμε αφιππεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφιππεύσει | είχατε αφιππεύσει | θα έχετε αφιππεύσει | να έχετε αφιππεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφιππεύσει | είχαν αφιππεύσει | θα έχουν αφιππεύσει | να έχουν αφιππεύσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφιππεύω
→ δείτε τη λέξη ξεκαβαλικεύω |