αχρεώστητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αχρεώστητα < αχρεώστητος + -α < μεσαιωνική ελληνική ἀχρεώστητος < (ελληνιστική κοινή) χρεωστώ < αρχαία ελληνική χρέος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αχρεώστητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αχρεώστητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αχρεώστητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αχρεώστητος