γροικώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γροικώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γροικῶ < ἀγροικῶ < αβέβαιης ετυμολογίας
Ρήμα[επεξεργασία]
γροικώ (δημοτική)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γροικώ
→ δείτε τη λέξη ακούω |