διαλάμπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλάμπω < αρχαία ελληνική διαλάμπω < διά +λάμπω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαλάμπω
- ακτινοβολώ μέσα από κάτι, λάμπω
- (μεταφορικά) ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαπρέπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλάμπω
|