διανοίγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανοίγω < αρχαία ελληνική διανοίγω
Ρήμα[επεξεργασία]
διανοίγω (παθητική φωνή: διανοίγομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διάνοιγμα
- διάνοικτος
- διάνοιξη
- διανοιχθείς
- ημιδιανοιχθείς
- → δείτε τις λέξεις διά και ανοίγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανοίγω
|