διαχέομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯aˈçe.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐χέ‐ο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

διαχέομαι, π.αόρ.: διαχύθηκα, μτχ.π.π.: διαχυμένος, (ενεργ.: διαχέω)