εκλαμβάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκλαμβάνω < αρχαία ελληνική ἐκλαμβάνω < ἐκ + λαμβάνω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκλαμβάνω

  • αντιμετωπίζω κάτι που λέγεται με έναν ορισμένο τρόπο
    Αυτό τώρα πώς να το εκλάβω; Ως φιλική πρόταση ή ως επίθεση;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]