επισκευάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπισκευάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επισκευάζω < αρχαία ελληνική ἐπισκευάζω < ἐπί + σκευάζω < σκευή

επισκευάζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]