επισύρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επισύρω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

επισύρω, πρτ.: επέσυρα, στ.μέλλ.: θα επισύρω, αόρ.: επέσυρα, μτχ.π.π.: επισεσυρμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]