επισύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισύρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
επισύρω, πρτ.: επέσυρα, στ.μέλλ.: θα επισύρω, αόρ.: επέσυρα, μτχ.π.π.: επισεσυρμένος
- έχω ως επίπτωση (συνήθως μία τιμωρία, ποινή ή άλλη αρνητική εξέλιξη) για εμένα τον ίδιο
- τέτοιου είδους συμπεριφορά επισύρει πειθαρχικές κυρώσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισύρω
|