ευμοιρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευμοιρώ < αρχαία ελληνική εὐμοιρέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ev.miˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐μοι‐ρώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ευμοιρώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευμοιρώ | ευμοιρούσα | θα ευμοιρώ | να ευμοιρώ | ευμοιρώντας | |
β' ενικ. | ευμοιρείς | ευμοιρούσες | θα ευμοιρείς | να ευμοιρείς | (ευμοίρει) | |
γ' ενικ. | ευμοιρεί | ευμοιρούσε | θα ευμοιρεί | να ευμοιρεί | ||
α' πληθ. | ευμοιρούμε | ευμοιρούσαμε | θα ευμοιρούμε | να ευμοιρούμε | ||
β' πληθ. | ευμοιρείτε | ευμοιρούσατε | θα ευμοιρείτε | να ευμοιρείτε | ευμοιρείτε | |
γ' πληθ. | ευμοιρούν(ε) | ευμοιρούσαν(ε) | θα ευμοιρούν(ε) | να ευμοιρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευμοίρησα | θα ευμοιρήσω | να ευμοιρήσω | ευμοιρήσει | ||
β' ενικ. | ευμοίρησες | θα ευμοιρήσεις | να ευμοιρήσεις | ευμοίρησε | ||
γ' ενικ. | ευμοίρησε | θα ευμοιρήσει | να ευμοιρήσει | |||
α' πληθ. | ευμοιρήσαμε | θα ευμοιρήσουμε | να ευμοιρήσουμε | |||
β' πληθ. | ευμοιρήσατε | θα ευμοιρήσετε | να ευμοιρήσετε | ευμοιρήστε | ||
γ' πληθ. | ευμοίρησαν ευμοιρήσαν(ε) |
θα ευμοιρήσουν(ε) | να ευμοιρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευμοιρήσει | είχα ευμοιρήσει | θα έχω ευμοιρήσει | να έχω ευμοιρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευμοιρήσει | είχες ευμοιρήσει | θα έχεις ευμοιρήσει | να έχεις ευμοιρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευμοιρήσει | είχε ευμοιρήσει | θα έχει ευμοιρήσει | να έχει ευμοιρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευμοιρήσει | είχαμε ευμοιρήσει | θα έχουμε ευμοιρήσει | να έχουμε ευμοιρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευμοιρήσει | είχατε ευμοιρήσει | θα έχετε ευμοιρήσει | να έχετε ευμοιρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευμοιρήσει | είχαν ευμοιρήσει | θα έχουν ευμοιρήσει | να έχουν ευμοιρήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευμοιρώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .