εχθαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εχθαίρω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐχθαίρω

Ρήμα[επεξεργασία]

εχθαίρω, πρτ.: ήχθαιρα/έχθαιρα, στ.μέλλ.: θα εχθάρω, αόρ.: ήχθηρα/έχθηρα, παθ.φωνή: εχθαίρομαι

  1. (λόγιο) εχθρεύομαι, μισώ
    ※  ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι / τὴν ψυχήν (Ανδρέας Κάλβος, Λύρα, Ο Φιλόπατρις, Β)