ζαβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαβώνω < ζαβός + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ζαβώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στραβό, στρεβλό, να μην είναι πια ίσιο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι στραβός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]