θεωρούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θe.oˈɾu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ω‐ρού‐μαι
- ομόηχο: θεωρούμε
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
θεωρούμαι, μτχ.π.ε.: θεωρούμενος, π.αόρ.: θωρήθηκα, μτχ.π.π.: θεωρημένος
- παθητική φωνή του ρήματος θεωρώ
- παλιότερη γραφή: θεωροῦμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θεωρείται (απρόσωπο)
μετοχές:
Κλίση[επεξεργασία]
- → δείτε θεωρώ