θεωρημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θe.o.ɾiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ω‐ρη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]θεωρημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θεωρώ
- ⮡ έχω θεωρημένο διαβατήριο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεωρημένος
|