κάλικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ύφασμα κάλικο.
Μια γάτα κάλικο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάλικο: νεολογισμός τέλους 20ου αιώνα < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική calico[1] < από την ινδική περιοχή Calicut απ' όπου γινόταν αρχικά η εξαγωγή του υφάσματος
για τη γάτα < μεταφορική χρήση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.li.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐λι‐κο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάλικο ουδέτερο άκλιτο

Επίθετο[επεξεργασία]

κάλικο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. calico - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)