κακοθανατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοθανατίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κακοθανατίζω

  1. πεθαίνω με κακό, μακρόχρονο ή οδυνηρό τρόπο
     αντώνυμα: καλοθανατίζω
  2. καταριέμαι κάποιον να βρει τέτοιο θάνατο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]