κακοθανατίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοθανατίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
κακοθανατίζω
- πεθαίνω με κακό, μακρόχρονο ή οδυνηρό τρόπο
- καταριέμαι κάποιον να βρει τέτοιο θάνατο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοθανατίζω | κακοθανάτιζα | θα κακοθανατίζω | να κακοθανατίζω | κακοθανατίζοντας | |
β' ενικ. | κακοθανατίζεις | κακοθανάτιζες | θα κακοθανατίζεις | να κακοθανατίζεις | κακοθανάτιζε | |
γ' ενικ. | κακοθανατίζει | κακοθανάτιζε | θα κακοθανατίζει | να κακοθανατίζει | ||
α' πληθ. | κακοθανατίζουμε | κακοθανατίζαμε | θα κακοθανατίζουμε | να κακοθανατίζουμε | ||
β' πληθ. | κακοθανατίζετε | κακοθανατίζατε | θα κακοθανατίζετε | να κακοθανατίζετε | κακοθανατίζετε | |
γ' πληθ. | κακοθανατίζουν(ε) | κακοθανάτιζαν κακοθανατίζαν(ε) |
θα κακοθανατίζουν(ε) | να κακοθανατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοθανάτισα | θα κακοθανατίσω | να κακοθανατίσω | κακοθανατίσει | ||
β' ενικ. | κακοθανάτισες | θα κακοθανατίσεις | να κακοθανατίσεις | κακοθανάτισε | ||
γ' ενικ. | κακοθανάτισε | θα κακοθανατίσει | να κακοθανατίσει | |||
α' πληθ. | κακοθανατίσαμε | θα κακοθανατίσουμε | να κακοθανατίσουμε | |||
β' πληθ. | κακοθανατίσατε | θα κακοθανατίσετε | να κακοθανατίσετε | κακοθανατίστε | ||
γ' πληθ. | κακοθανάτισαν κακοθανατίσαν(ε) |
θα κακοθανατίσουν(ε) | να κακοθανατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοθανατίσει | είχα κακοθανατίσει | θα έχω κακοθανατίσει | να έχω κακοθανατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοθανατίσει | είχες κακοθανατίσει | θα έχεις κακοθανατίσει | να έχεις κακοθανατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κακοθανατίσει | είχε κακοθανατίσει | θα έχει κακοθανατίσει | να έχει κακοθανατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοθανατίσει | είχαμε κακοθανατίσει | θα έχουμε κακοθανατίσει | να έχουμε κακοθανατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοθανατίσει | είχατε κακοθανατίσει | θα έχετε κακοθανατίσει | να έχετε κακοθανατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κακοθανατίσει | είχαν κακοθανατίσει | θα έχουν κακοθανατίσει | να έχουν κακοθανατίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοθανατίζω
|