καταπείθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπείθω < ελληνιστική κοινή καταπείθω < κατά + αρχαία ελληνική πείθω
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπείθω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καταπειστικός
- → δείτε τις λέξεις κατά και πείθω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταπείθω