κοπάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπάζω < αρχαία ελληνική κοπάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈpa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κοπάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπάζω < κόπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοπάζω

  1. κοπάζω