μέγαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μέγαρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέγαρο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέγαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- λάκκοι στους οποίους έριχναν μικρά γουρουνάκια κατά τα Θεσμοφόρια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μάγαρον (άλλη γραφή)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- μεγαρίζω (επισκέπτομαι τα μέγαρα κατά τα Θεσμοφόρια)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μέγαρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέγαρον
- (ουδέτερο στον πληθυντικό, συχνά στον Όμηρο) παλάτι, μέγαρο