μεγαλοφώνως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοφώνως < ελληνιστική κοινή μεγαλοφώνως < αρχαία ελληνική μεγαλόφωνος < μέγας + φωνή
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεγαλοφώνως
- (λόγιο) άλλη μορφή του μεγαλόφωνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοφώνως
|