μεταμορφωσιγενές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ta.moɾ.fo.si.ʝeˈnes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐μορ‐φω‐σι‐γε‐νές

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μεταμορφωσιγενές ουδέτερο