μεταστάσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεταστᾶσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταστάσα κλιτικός τύπος ουσιαστικοποιημένης μετοχής < αρχαία ελληνική μεταστᾶσα, μετοχή παθητικού αορίστου (μετέστην) του ρήματος μεθίστημι < ἵστημι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταστάσα θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μεταστάς)

Πηγές[επεξεργασία]