μοσχεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσχεύω < αρχαία ελληνική μοσχεύω < μόσχος + -εύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moˈsçe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐σχεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

μοσχεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]